- εμμελετώ
- ἐμμελετῶ (-άω) (Α)1. ασκώ, γυμνάζω2. παραδίδω μαθήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεμμελετώ — άω, ΜΑ προασκούμαι, προγυμνάζομαι σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμμελετῶ «ασκώ, γυμνάζω»] … Dictionary of Greek